Monday, July 30, 2007

Πέθανε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν

ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ του Σουηδού σκηνοθέτη Ινγκμαρ Μπέργκμαν ανακοίνωσε στη Στοκχόλμη η αδελφή του Εβα Μπέργκμαν.
Ο I.Μπέργκμαν έφυγε σε ηλικία 89 ετών στο σπίτι του στο νησί Φουρέ, βόρεια της Γιουτλάνδης.


Παντρεύτηκε πέντε φορές και απέκτησε εννέα παιδιά.
Πέθανε «ήρεμα και γαλήνια», σύμφωνα με την αδελφή του Εβα Μπέργκμαν, η οποία δεν ανακοίνωσε την ημερομηνία του θανάτου.
Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί παρουσία φίλων και της οικογένειάς του.

Saturday, July 28, 2007

Μελετητες υποστηριζουν.

Μελετητές της Βίβλου υποστηρίζουν ότι η μείωση του ορίου ζωής οφείλεται στην απομάκρυνση του πνεύματος του Θεού από τους ανθρώπους όπως αναφέρεται στο χωρίο της Γένεσης 6:3.

Η χρήση ψευδωνύμου



Desiderius Erasmus Roterodamus

(sometimes known as Desiderius Erasmus of Rotterdam) (October 27, 1466/1469 – July 12, 1536) was a Dutch humanist and theologian.

Desiderius Erasmus was a classical scholar who wrote in a "pure" Latin style. Although he remained a Roman Catholic throughout his lifetime, he was critical of what he considered the excesses of the Roman Catholic Church.

Using humanist techniques he prepared important new Latin and Greek editions of the New Testament which raised questions that would be influential in the Reformation. He also wrote The Praise of Folly, Handbook of a Christian Knight, On Civility in Children, and many other works.

απέναντι σε ποιους

Η χρήση ψευδωνύμου έχει μια αμυντική διάθεση; Αν ναι, απέναντι σε ποιους;

«Αμυδρώς αμυντική απέναντι σε παλιούς συμμαθητές, αδιάφορους συμφοιτητές με τους οποίους δεν ανταλλάσσουμε παρά τυπικές προσφωνήσεις, όπως: "Καλημέρα συνάδελφε", κι η κριτική ή τα σχόλια των οποίων για τα βιβλία μου δεν θα διέφεραν σε τίποτε από το κουτσομπολιό και μόνο ενόχληση θα μου προκαλούσαν. Από εκεί και πέρα, δεν είμαι και κανένα αντικοινωνικό τέρας. Απλώς πιστεύω ότι το λογοτεχνικό βιβλίο, από οποιονδήποτε κι αν έχει γραφτεί, πρέπει να κρίνεται αμιγώς βάσει της αξίας του, κι όχι λαμβάνοντας υπ'όψιν τα στοιχεία του επαγγέλματος, της ηλικίας, ή και του ίδιου του ονόματός του, που μπορεί να συμπαρασύρει λόγω της φήμης ή της ιδιαιτερότητάς του σε μια άδικη -θετική ή αρνητική δεν έχει σημασία- μεταχείριση. Το ιδεώδες θα ήταν όλα τα βιβλία να κυκλοφορούν ανώνυμα, χωρίς εξώφυλλο, ώστε να κρίνονται με μόνο γνώμονα το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν».


Αν τα βιβλία σας δεν είχαν ερωτικό χαρακτήρα θα χρησιμοποιούσατε ψευδώνυμο;

«Ασφαλώς και θα χρησιμοποιούσα, όπως σκοπεύω να κάνω και με τα επόμενα βιβλία μου, που δεν περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα τόσο έντονα όσο τα πρώτα τρία. Το ψευδώνυμο είναι τμήμα της στάσης μου απέναντι στη δουλειά του συγγραφέως, όπως τη διασαφήνισα πιο πάνω».


Αληθεύουν όσα λέει για το πρόσωπό σας η εκδότις σας κυρία Μάγδα Κοτζιά (ζείτε στη Θεσσαλονίκη, είστε φοιτητής Ιατρικής, παντρεμένος);

«Η αλήθεια είναι αυτή: είμαι ένας τεταρτοετής (προσεχώς πεμπτοετής) φοιτητής της Ιατρικής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που είναι και η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Γεννήθηκα το 1979 και παντρεύτηκα το 1998».


Γιατί οι ήρωές σας έχουν γαλλικά ονόματα και οι ιστορίες διαδραματίζονται στο Παρίσι (αν είναι το Παρίσι...);

«Το γεγονός αυτό είναι ταυτόχρονα συμπτωματικό και προσχεδιασμένο. Από τη μια, το είδος της λογοτεχνίας που υπηρετώ, λειτουργεί καλύτερα εφόσον πρώτα αποστασιοποιηθώ κάπως από το αντικείμενό μου, που είναι οι ήρωές μου και τα πάθη τους. Για χάριν αυτής της αποστασιοποίησης, που μου επιτρέπει να τους παρατηρώ και να τους "ανατέμνω" με μεγαλύτερη ακρίβεια, έχω υιοθετήσει το γαλλικό σκηνικό και τα γαλλικά ονόματα. Τα ελληνικά ονόματα κι οι τοποθεσίες της Ελλάδος, αν και μου είναι καθ' όλα προσφιλείς, έχουν εντυπωθεί στη συνείδησή μου όσα χρόνια ζω με ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια συγκεκριμένη διάθεση, από την οποία πιθανώς δεν θα μπορούσα να δραπετεύσω ούτε "στο χαρτί". Εκτός αυτού τώρα, για να επανέλθω στο "προσχεδιασμένο" που ανέφερα, η αλήθεια είναι ότι σε ζητήματα λογοτεχνίας είμαι γαλλοτραφής. Εκτιμώ βαθύτατα τους Γάλλους ποιητές, ιδιαίτερα τους ρομαντικούς, και λατρεύω μετά πάθους τη γαλλική πρόζα. Οπότε, όταν ετέθη το ζήτημα της επιλογής ενός ψευδωνύμου δι' εμέ και τους χαρακτήρες των βιβλίων μου, ήταν επόμενο να στραφώ, έστω και σχηματικά, στον κόσμο του Γκυ ντε Μωπασσάν, του Φλωμπέρ και του Προυστ που τόσο αγαπώ. Κι εκτός αυτού λατρεύω το Παρίσι».

Συνέντευξη στη Λώρη Κέζα.

αδιάφορους συμφοιτητές

Η χρήση ψευδωνύμου έχει μια αμυντική διάθεση; Αν ναι, απέναντι σε ποιους;

«Αμυδρώς αμυντική απέναντι σε παλιούς συμμαθητές, αδιάφορους συμφοιτητές με τους οποίους δεν ανταλλάσσουμε παρά τυπικές προσφωνήσεις, όπως: "Καλημέρα συνάδελφε", κι η κριτική ή τα σχόλια των οποίων για τα βιβλία μου δεν θα διέφεραν σε τίποτε από το κουτσομπολιό και μόνο ενόχληση θα μου προκαλούσαν. Από εκεί και πέρα, δεν είμαι και κανένα αντικοινωνικό τέρας. Απλώς πιστεύω ότι το λογοτεχνικό βιβλίο, από οποιονδήποτε κι αν έχει γραφτεί, πρέπει να κρίνεται αμιγώς βάσει της αξίας του, κι όχι λαμβάνοντας υπ'όψιν τα στοιχεία του επαγγέλματος, της ηλικίας, ή και του ίδιου του ονόματός του, που μπορεί να συμπαρασύρει λόγω της φήμης ή της ιδιαιτερότητάς του σε μια άδικη -θετική ή αρνητική δεν έχει σημασία- μεταχείριση. Το ιδεώδες θα ήταν όλα τα βιβλία να κυκλοφορούν ανώνυμα, χωρίς εξώφυλλο, ώστε να κρίνονται με μόνο γνώμονα το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν».


Αν τα βιβλία σας δεν είχαν ερωτικό χαρακτήρα θα χρησιμοποιούσατε ψευδώνυμο;

«Ασφαλώς και θα χρησιμοποιούσα, όπως σκοπεύω να κάνω και με τα επόμενα βιβλία μου, που δεν περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα τόσο έντονα όσο τα πρώτα τρία. Το ψευδώνυμο είναι τμήμα της στάσης μου απέναντι στη δουλειά του συγγραφέως, όπως τη διασαφήνισα πιο πάνω».


Αληθεύουν όσα λέει για το πρόσωπό σας η εκδότις σας κυρία Μάγδα Κοτζιά (ζείτε στη Θεσσαλονίκη, είστε φοιτητής Ιατρικής, παντρεμένος);

«Η αλήθεια είναι αυτή: είμαι ένας τεταρτοετής (προσεχώς πεμπτοετής) φοιτητής της Ιατρικής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που είναι και η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Γεννήθηκα το 1979 και παντρεύτηκα το 1998».

Technorati Profile

αμυντική διάθεση

"Υπάρχει ομορφιά και στα πιο άσχημα πράγματα, όπως και ασχήμια στα πιο όμορφα"


Η χρήση ψευδωνύμου έχει μια αμυντική διάθεση; Αν ναι, απέναντι σε ποιους;

«Αμυδρώς αμυντική απέναντι σε παλιούς συμμαθητές, αδιάφορους συμφοιτητές με τους οποίους δεν ανταλλάσσουμε παρά τυπικές προσφωνήσεις, όπως: "Καλημέρα συνάδελφε", κι η κριτική ή τα σχόλια των οποίων για τα βιβλία μου δεν θα διέφεραν σε τίποτε από το κουτσομπολιό και μόνο ενόχληση θα μου προκαλούσαν. Από εκεί και πέρα, δεν είμαι και κανένα αντικοινωνικό τέρας. Απλώς πιστεύω ότι το λογοτεχνικό βιβλίο, από οποιονδήποτε κι αν έχει γραφτεί, πρέπει να κρίνεται αμιγώς βάσει της αξίας του, κι όχι λαμβάνοντας υπ'όψιν τα στοιχεία του επαγγέλματος, της ηλικίας, ή και του ίδιου του ονόματός του, που μπορεί να συμπαρασύρει λόγω της φήμης ή της ιδιαιτερότητάς του σε μια άδικη -θετική ή αρνητική δεν έχει σημασία- μεταχείριση. Το ιδεώδες θα ήταν όλα τα βιβλία να κυκλοφορούν ανώνυμα, χωρίς εξώφυλλο, ώστε να κρίνονται με μόνο γνώμονα το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν».

Συνέντευξη στη Λώρη Κέζα.

ψευδώνυμο

Αν τα βιβλία σας δεν είχαν ερωτικό χαρακτήρα θα χρησιμοποιούσατε ψευδώνυμο;

«Ασφαλώς και θα χρησιμοποιούσα, όπως σκοπεύω να κάνω και με τα επόμενα βιβλία μου, που δεν περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα τόσο έντονα όσο τα πρώτα τρία. Το ψευδώνυμο είναι τμήμα της στάσης μου απέναντι στη δουλειά του συγγραφέως, όπως τη διασαφήνισα πιο πάνω».

Η αλήθεια

Αληθεύουν όσα λέει για το πρόσωπό σας η εκδότις σας κυρία Μάγδα Κοτζιά (ζείτε στη Θεσσαλονίκη, είστε φοιτητής Ιατρικής, παντρεμένος);

«Η αλήθεια είναι αυτή: είμαι ένας τεταρτοετής (προσεχώς πεμπτοετής) φοιτητής της Ιατρικής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που είναι και η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Γεννήθηκα το 1979 και παντρεύτηκα το 1998».

Παρίσι

Γιατί οι ήρωές σας έχουν γαλλικά ονόματα και οι ιστορίες διαδραματίζονται στο Παρίσι (αν είναι το Παρίσι...);

«Το γεγονός αυτό είναι ταυτόχρονα συμπτωματικό και προσχεδιασμένο. Από τη μια, το είδος της λογοτεχνίας που υπηρετώ, λειτουργεί καλύτερα εφόσον πρώτα αποστασιοποιηθώ κάπως από το αντικείμενό μου, που είναι οι ήρωές μου και τα πάθη τους. Για χάριν αυτής της αποστασιοποίησης, που μου επιτρέπει να τους παρατηρώ και να τους "ανατέμνω" με μεγαλύτερη ακρίβεια, έχω υιοθετήσει το γαλλικό σκηνικό και τα γαλλικά ονόματα. Τα ελληνικά ονόματα κι οι τοποθεσίες της Ελλάδος, αν και μου είναι καθ' όλα προσφιλείς, έχουν εντυπωθεί στη συνείδησή μου όσα χρόνια ζω με ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια συγκεκριμένη διάθεση, από την οποία πιθανώς δεν θα μπορούσα να δραπετεύσω ούτε "στο χαρτί". Εκτός αυτού τώρα, για να επανέλθω στο "προσχεδιασμένο" που ανέφερα, η αλήθεια είναι ότι σε ζητήματα λογοτεχνίας είμαι γαλλοτραφής. Εκτιμώ βαθύτατα τους Γάλλους ποιητές, ιδιαίτερα τους ρομαντικούς, και λατρεύω μετά πάθους τη γαλλική πρόζα. Οπότε, όταν ετέθη το ζήτημα της επιλογής ενός ψευδωνύμου δι' εμέ και τους χαρακτήρες των βιβλίων μου, ήταν επόμενο να στραφώ, έστω και σχηματικά, στον κόσμο του Γκυ ντε Μωπασσάν, του Φλωμπέρ και του Προυστ που τόσο αγαπώ. Κι εκτός αυτού λατρεύω το Παρίσι».

Τον Ιανουάριο

Ποιο είναι το αινιγματικό άτομο που υπογράφει τα επίμετρα των βιβλίων σας ως V.S.K.;

«Είναι μια πολύ καλή και στενή μου φίλη, φοιτήτρια Φιλοσοφικής σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής».


Πότε αρχίσατε να γράφετε;

«Τον Ιανουάριο του 1998, λίγο μετά τον γάμο μου. Όχι, μη φαντασθείτε -παίρνοντας αφορμή από τα "Βίτσια"- ότι ο έγγαμος βίος τροφοδότησε το ασυνείδητό μου με τέτοιες εικόνες ή σκέψεις. Όλα ξεκίνησαν από μια παρότρυνση της συζύγου μου, να της αφηγηθώ μιαν ιστορία στο κρεβάτι, καθώς επίστευε πως διαθέτω μεγάλη φαντασία. Καθώς αποδείχτηκε μάλλον είχε δίκιο. Πάντως από δική της πίεση αρχίνησα να γράφω και με δική της ενθάρρυνση συνεχίζω».

συναισθήματα

Κατά πόσο η λογοτεχνία πρέπει να βασίζεται στις πραγματικές εμπειρίες του συγγραφέα;

«Είναι αναπόφευκτο, ως ένα σημείο, να αρδεύει κανείς συναισθήματα ή και ολοκληρωμένες εμπειρίες από τη ζωή του, όταν φτιάχνει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Κατ' αυτή την έννοια δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και αυτοβιογραφίες, αφού κάθε βιβλίο ενός συγγραφέα είναι μια μακιγιαρισμένη -πολλές φορές ελαφρότατα μακιγιαρισμένη- αυτοβιογραφία του ως εκείνη τη στιγμή. Ασφαλώς κανείς προσθέτει, φαντάζεται, επινοεί και αυτοσχεδιάζει καθ' οδόν. Αλίμονο αν τα σπέρματα της ζωής, που τόσο αδύναμα μοιάζουν μέσα στις αναμνήσεις μας, ήταν εξ ολοκλήρου το υλικό ενός βιβλίου. Μάλιστα πιστεύω ότι τα πράγματα βαίνουν καλύτερα, όταν η αναλογία είναι εις βάρος της αληθινής ζωής, όταν δηλαδή η ζωή του συγγραφέα κυριαρχείται από το γράψιμο και όχι από τις εμπειρίες, όπως λόγου χάρη στις περιπτώσεις του Σαντ και του Προυστ, που θαυμάζω εξίσου. Εγώ όταν γράφω φτάνω να απομονώνομαι τόσο, ώστε ακόμη και στον χώρο της έτερης δουλειάς μου να είμαι κατ' ουσίαν αυτιστικός, χωρίς να δίνω καμία σημασία σε όσα εκτυλλίσσονται γύρω μου. Γι' αυτό και με εκφράζει ένα σκιτσάκι του μεγάλου Αλτάν, που δείχνει έναν συγγραφέα καθισμένο μπροστά στη γραφομηχανή του, να λέει: "Για να γράφεις, πρέπει και να ζεις κάπου-κάπου. Τί σπαστικό χάσιμο χρόνου!"».

επιρροές

Ποιες είναι οι επιρροές σας από άλλους συγγραφείς;

"Από τον Μαρκήσιο ντε Σαντ δανείστηκα την ελευθεριότητα του πνεύματος, την ιερή λατρεία προς την ανηθικολογία, καθώς κι ένα είδος επιταγής: να υπηρετώ τις εμμονές μου στην τέχνη που παράγω όσο γίνεται πιο πιστά, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα προκαλεί την έκπληξη, την εμβροντησία ή και τον αποτροπιασμό του αναγνώστη. Στο τέλος το αποτέλεσμα ίσως μας ανταμείψει όλους. Εκτός από τον Σαντ, όπως έχω ήδη αναφέρει, αγαπώ ιδιαίτερα την πρόζα του Προυστ και την ικανότητά του να μετατρέπει ως και τα πιο λεπτεπίλεπτα, προσωπικά του αισθήματα σε αλήθειες που ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να δεχτεί. Η ανάγνωση του "Χαμένου Χρόνου" υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου. Βέβαια με κούρασε, κι ίσως γι' αυτό κι εγώ καμμιά φορά να γίνομαι κουραστικός. Αλλά δεν έχει σημασία».

μεταφράσει βιβλία

Αληθεύει ότι επιλέξατε τις εκδόσεις Εξάντας επειδή έχουν μεταφράσει βιβλία του Ντε Σαντ;

«Η ελευθερία των επιλογών του "Εξάντα" πάντοτε με έκανε να τον θαυμάζω. Τον καιρό που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό περνούσε την εφηβεία του, ο "Εξάντας" ετόλμησε να κυκλοφορήσει τα βιβλία του Σαντ, κι επιπλέον υπέστη ένα κυνήγι ανηλέητο, από άθλιους ηθικολόγους που παρίσταναν τα "μεγάλα πνεύματα" και δυστυχώς ακόμη μνημονεύονται στα σχολεία. Εκτός όμως από τον Σάντ, στον κατάλογο του "Εξάντα" υπήρχαν πάντοτε τα λαμπρότερα ονόματα της παγκόσμιας κι ελληνικής λογοτεχνίας, πολλά από δαύτα κατ' αποκλειστικότητα, κι άλλα άγνωστα στο κοινό παρά την εμβέλειά τους. Εντελώς στην τύχη επιλέγω να αναφέρω την Ντυράς, τον Ζενέ, κι από τους δικούς μας τον Ταχτσή. Ήταν τιμή μου που επελέγην από τον "Εξάντα" και που τα έργα μου εκδίδονται με τη σφραγίδα του».

νεκροτομή

Υπάρχει ομορφιά σε μια νεκροτομή;

«Υπάρχει ομορφιά και στα πιο άσχημα πράγματα, όπως και ασχήμια στα πιο όμορφα. Πάρτε για παράδειγμα μια κοπέλα σαν την Ελίζ του "Τετραγώνου", μονάχα σκεφθείτε την ηλίθια. Τί πιο άσχημο θα μπορούσε να υπάρξει; Από εκεί και πέρα, για να μην θεωρηθώ ως διεστραμμένος με νεκροφιλικές κλίσεις, θα ήθελα να αναφέρω ότι έχω ασχοληθεί επισταμένως με τις νεκροτομές μέσα από τα έτη της φοίτησής μου στην Ιατρική, καθώς κι από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχω για τον κλάδο της Ιατροδικαστικής, κι έτσι μπορώ να αναφέρω με ειλικρίνεια τα εξής: Η νεκροτομή είναι μια ιατρική πράξη, απαραίτητη μεν στο λειτούργημα του ιατροδικαστού, αλλά μολαταύτα σιχαμένη, αιματηρή και βρωμερή όσο λίγα πράγματα στον κόσμο. Ωστόσο, αν ο ιατροδικαστής και νεκροτόμος είναι κάποιος σαν τον Μπερνάρ και το κοινό περιορίζεται σε μια κοπέλα σαν την Ελίζ, σας διαβεβαιώ ότι μπορεί να γίνει πολύ γοητευτική».

Ένα εικοσιτετράωρο

Μπορείτε να μας περιγράψετε ένα 24ωρό σας;

«Ένα εικοσιτετράωρο του χειμώνα, κατά προτίμηση, γιατί το καλοκαίρι το απεχθάνομαι, καθώς με αποδιοργανώνει πλήρως. Ένα τυπικό χειμωνιάτικο πρωί λοιπόν, ξυπνώ μετά από τρεις με τέσσερις ώρες ύπνου, πηγαίνω στο πανεπιστήμιο ή σε κάποιο πανεπιστημιακό νοσοκομείο για να παρακολουθήσω τα μαθήματά μου, γυρνώ το μεσημέρι, τρώγω μέχρι σκασμού, κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, κι εκεί περνώ σχεδόν όλο το απόγευμά μου, βλέποντας όσο γίνεται πιο άθλια κι ελεεινά προγράμματα. Ενδεχομένως να διακόπτω κάποια στιγμή για μια-δυό ώρες συγγραφής στον υπολογιστή, ή για να μελετήσω -αυτό το τελευταίο εντελώς σπανιότατα. Όταν έρχεται το βράδυ, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση που θέλει το βραδινό γεύμα ελαφρύ έως ανύπαρκτο, εγώ ξανατρώγω του σκασμού και κάθομαι για άλλον ένα γύρο κακής τηλεθέασης. Γύρω στις δώδεκα με μία σηκώνομαι απ' τον καναπέ, πηγαίνω στον υπολογιστή και γράφω έως τις τέσσερις περίπου το πρωί. Θα μπορούσατε λοιπόν να πείτε ότι η λογοτεχνία που παράγω έχει ως αφορμή είτε τη φοίτηση της Ιατρικής, είτε το φαγητό, είτε -ακόμη χειρότερα- την κακή τηλεόραση. Όμως εδώ χρειάζεται προσοχή. Γιατί όλες αυτές τις είκοσι περίπου ώρες που είμαι ξύπνιος, δεν παύω στιγμή να σκέπτομαι το βιβλίο που γράφω εκείνον τον καιρό, ακριβώς όπως κάνω κι αυτήν τη στιγμή, καθώς απαντώ στις ερωτήσεις σας. Μάλιστα τώρα, όπως και τότε, νιώθω συχνά εκνευρισμό που δεν κάθομαι να γράψω επιτέλους όσα έχω σκεφτεί στη διάρκεια της ημέρας, αλλά κι από τον εκνευρισμό αυτό με γλυτώνει η οκνηρία μου. Στην πραγματικότητα, αν και παράγω τρεις με τέσσερις χιλιάδες λέξεις κειμένου την ημέρα (κάθε μέρα) δεν γράφω πάνω από δυό με τρεις ώρες. Αυτό σημαίνει πως μάλλον γράφω γρήγορα, ενίοτε και απρόσεχτα. Γι' αυτό θα κατηγορήσω τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και γενικά αυτή την καταραμένη κοινωνία του υλικού ευδαιμονισμού που μας έχει κάνει πλαδαρούς και τεμπέληδες. Αν ζούσε τώρα ο Μπαλζάκ, δεν θα παρήγαγε ούτε το εν τρίτο του έργου του, κι ας ζούσε μέχρι τα ογδόντα».

Χαμένο Χρόνο

Ανήκετε στην κατηγορία των συγγραφέων που διαβάζουν πολύ;

«Μετά τον "Χαμένο Χρόνο" του Προυστ, που μου πήρε έναν ολόκληρο χρόνο εντατικού διαβάσματος, έκανα παύση ενός ακόμη χρόνου. Άλλωστε η ιατρική δεν μου αφήνει και πολύ ελεύθερο χρόνο, ούτε και το γράψιμο, ούτε κι η φυσική τεμπελιά. Ωστόσο εξακολουθώ να διαβάζω σχεδόν ένα με δύο βιβλία το μήνα, όχι πολύ μεγάλα, καθώς και πολλή ποίηση. Λατρεύω την ποίηση -τον Μπωντλαίρ, τον Έλιοτ, τον Καρυωτάκη και τον Εμπειρίκο (τα λέω όπως μου έρχονται), καθώς επίσης την Έμιλυ Ντίκινσον και τη Συλβια Πλαθ. Επίσης διαβάζω κι όσα θεωρητικά βιβλία μού πασάρει η γυναίκα μου. Πρόσφατα, με δική της παρότρυνση, ξαναδιάβασα το "Δεύτερο Φύλο", κι ομολογώ ότι ένιωσα άλλος άνθρωπος. Επίσης πρόσφατα τελείωσα και το "Είτε-Ή" του Κίρκεγκωρ, κι αισθάνθηκα πάλι άλλος άνθρωπος, όμως αυτή τη φορά επειδή δεν κατάλαβα τίποτε».

ταλέντο

Πιστεύετε στο ταλέντο ή στην προσπάθεια;

«Το ταλέντο κανείς δεν μπορεί να το δει, να το κρίνει ή να το μετρήσει, ακόμη και μετά την έκφραση αυτού που υποτιθέμενα το διαθέτει. Η προσπάθεια όμως είναι ένα μέγεθος αντικειμενικό, κι απαιτείται πολλή από δαύτην αν θέλει κανείς να γράφει καλά. Ακόμη και για την έμπνευση, που όλοι την παρουσιάζουν ως φτερωτή θεά ή άλλες τέτοιες αηδίες, χρειάζεται προσπάθεια. Γι' αυτό και δεν πιστεύω στο "συγγραφικό μπλοκάρισμα", ούτε στους δυσκοίλιους ποιητές που βγάζουν δέκα σελίδες κάθε τρία χρόνια και περιμένουν να τους προσκυνήσει σύμπασα η υφήλιος. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να έχεις θεϊκό ταλέντο (βλέπε Ρεμπώ) κι αυτό είναι κάτι που, όπως προείπα, κανείς δεν μπορεί να προκρίνει. Είμαι οπαδός της ποσότητας, που όχι μονάχα φανερώνει την προσπάθεια, αλλά είναι πιο πιθανό να αποκαλύπτει και το ταλέντο».

Ένας μέτριος πεζογράφος

Το διήγημα ως είδος είναι μια συγγραφική δοκιμή;

«Ένας μέτριος πεζογράφος μπορεί να παράγει ένα "συμπαθητικό" μυθιστόρημα, αλλά αν είναι στα αλήθεια μέτριος, τα διηγήματά του θα είναι εκτρώματα. Όπως η τέχνη του μάγειρα φαίνεται στα ορ ντ' εβρ, τα επιδόρπια και γενικά τα μικρά γεύματα, έτσι κι η δύναμη του συγγραφέως φαίνεται στο διήγημα. Βέβαια, το διήγημα από μόνο του είναι κάπως αντιπαθητικό για τον λογοτέχνη, αφού τον υποχρεώνει να βυθιστεί σε μια κατάσταση μόνο για λίγο, όσο διαρκεί η συγγραφή του, κι έπειτα να το παρατήσει. Αυτό είναι κάπως ενοχλητικό, αφού δεν σου δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξεις χαρακτήρες, ούτε να διεισδύσεις στην ψυχή των ηρώων σου. Για το λόγο αυτό πολλά από τα διηγήματα ακόμη και της κλασσικής πεζογραφίας είναι μάλλον ζήτημα ύφους κι όχι περιεχομένου, αισθητικές ασκήσεις, όπως τα διηγήματα του Μπόρχες που ειδικευόταν εξάλλου στις μινιατούρες. Εμένα πάλι αυτού του είδους τα διηγήματα δεν με θέλγουν καθόλου κι έτσι είτε γράφω διηγήματα-κτήνη (δηλαδή νουβέλλες,που κάνουν την αγαπητή κυρία Κοτζιά να τίλλει τας τρίχας της) είτε μικρές ιστορίες, κατά το δυνατόν ολοκληρωμένες "σεναριακά" όσο και ψυχογραφικά».

σαφείς αναφορές

Τί πραγματεύονται τα επόμενα τρία μυθιστορήματά σας, τα οποία έχετε παραδώσει ως χειρόγραφα;

«Αχ, δεν είναι ωραία να πλανάται ένα κάποιο μυστήριο γύρω από αυτά; Αρκεστείτε σ'αυτό: τα δύο είναι μυθιστορήματα, το ένα συλλογή με ιστορίες τρόμου. Και τα τρία έχουν γραφεί εφέτος, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο».

Συνέντευξη στη Λώρη Κέζα

άχρονη

Γιατί δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές στην εποχή κατά την οποία εκτυλίσσονται τα βιβλία σας;

«Η "άχρονη" κατά κάποιον τρόπο, φύση των βιβλίων μου είναι κομμάτι του όλου σκηνικού μες στο οποίο θέλω να διαδραματίζονται οι ιστορίες μου. Πολλές φορές το στοιχείο του ουδέτερου χρόνου, της ουδέτερης τοποθεσίας, τού δίνει έναν αέρα αρχετυπικό. Κι αν αυτό ξενίζει τον αναγνώστη, εμένα με εξιτάρει αφάνταστα και με προκαλεί να συνεχίζω να γράφω. Το να αναφέρω ημέρα, ώρα και χρονολογία μου φαίνεται άσκοπο και ανούσιο. Αυτά που γράφω θα μπορούσαν να συμβούν σχεδόν οπουδήποτε και σχεδόν οποτεδήποτε».

Συνέντευξη στη Λώρη Κέζα.