Monday, September 10, 2007

Τα λογια αυτα.

Τα λόγια αυτά βγήκαν από το στόμα( ενός μαυροφορεμένου αγρότη με πολλή πούδρα στη μάπα του. Αυτή ήταν τουλάχιστον η πρώτη μου εντύπωση. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να φόραγε καλό μέικ-απ γιατί δεν είχε ξεβάψει με τη βροχή. Max Factor ίσως.

Ήταν σχετικά κοντός, πιο κοντός από μένα. Φόραγε ένα μαύρο μακρύ ριχτό – σαν τη Μενεγάκη όταν ήταν έγκυος. Μόνο που η Ελενίτσα δεν φόραγε τη μαύρη κουκούλα που είχε αυτός ο τύπος και που κάλυπτε όλη του την κόμμωση. Προφανώς ήταν άλουστος.

Η φάτσα του ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης. Κάτασπρη σαν το γιαούρτι που μου πάσαρε ο φούρναρης («Είστε complet; με ρώτησαν? του είπα «Ναι,» αλλά το πήρα) και μακρόστενη. Μαύρο κενό στη θέση των ματιών αλλά και στα ρουθούνια. Και πάνω απ' όλα στο στόμα, το οποίο ήταν ένα τεράστιο στραβό άνοιγμα, σαν να χασμουριόταν αγελάδα. Η φάση ήταν πως δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα παραμέσα, ούτε καν ύφασμα. Το άλλο περίεργο ήταν πως δεν είχε φρύδια, γεγονός στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος. Μια παλιά μου γκόμενα, η Δωροθέα, έλεγε ότι βγάζει τα φρύδια της κάθε φορά που την έπαιρνα τηλέφωνο, αλλά όταν την έβλεπα τα είχε ακόμα. Τελικά, με παράτησε ή με κεράτωσε – μπορεί και τα δύο, δε θυμάμαι.

Το κορυφαίο με τον τυπά ήταν πως κράταγε ένα ματσούκι, από αυτά που κόβουν τα στάχυα το χειμώνα στα χωράφια. Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πράγμα από κοντά. Μόνο σε κάτι παιχνίδια στον υπολογιστή που σου το έβγαζε όταν σου τελείωναν οι σφαίρες για τα άλλα όπλα.

«Θα μου πεις να περάσω ή θα την βγάλουμε στο μπαλκόνι; Άντε και πονάει το πλευρό μου, μ' αυτήν τη ρημάδα την υδρορροή που έχετε,» μου είπε και παρατήρησα πως η φωνή του ήταν πολύ βραχνή και μπάσα.

«Δεν έχω αντίρρηση να περάσεις, αλλά με ποιο δικαίωμα προσβάλλεις την υδρορροή;» του απάντησα, για να μη νομίζει ότι θα με καβαλήσει.

«Ε, τι να σου πω; Αφού ίσα ίσα μ' άντεξε να σκαρφαλώσω.»

«Κάτσε, ρε φίλε. Ανέβηκες από την υδρορροή και σ' άντεξε;»

«Όχι ακριβώς,» μου απάντησε με ένα απολογητικό τόνο στη φωνή του.

Τον προσπέρασα και βγήκα στο μπαλκόνι για να δω αυτό που φοβόμουν. Η υδρορροή από τον τρίτο όροφο και πάνω είχε λυγίσει και είχε πέσει προς τα κάτω, δημιουργώντας περίεργους σχηματισμούς. Ο τρίτος όροφος είναι αυτός πάνω από τον δεύτερο και κάτω από τον τέταρτο. Εκεί έμενε η οικογένεια Καρβούνη, πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν κι ένα αγοράκι, ένα αγγελούδι που το έλεγαν Κωστάκη.

«Κλείσε την πόρτα κι έχει ψόφο έξω,» μου φώναξε ο καλοβαμμένος αγρότης με τα μαύρα.

Τότε συνειδητοποίησα πως πράγματι είχε κρύο και προτίμησα να μπω μέσα που έκανε ζέστη («μέσα θα κάνει Fujitsu», μου είπαν και τους είπα εντάξει). Έκλεισα την πόρτα και έβαλα στη θέση τους τις κουρτίνες. Γύρισα και είδα τον άντρα να έχει κάτσει στο κρεβάτι μου και να έχει γείρει προς τα πίσω.

«Περίμενε δυο λεπτά να σου φέρω κάτι,» του είπα και πετάχτηκα στην κουζίνα. Θυμόμουν πως είχα πάρει κάτι παυσίπονα πριν λίγες μέρες. Τα βρήκα κάτω από μια χαρτοσακούλα των Goody's («Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι», μου είπαν και αμέσως έκανα την παραγγελία μου). Έβαλα νερό από τη βρύση και έριξα ένα από τα χάπια μέσα. Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου όπου ο μαυροφόρος είχε καθίσει πιο άνετα και χάζευε το χώρο.

«Ορίστε,» είπα καθώς του έδινα το ποτήρι.

«Ευχαριστώ. Αν και ήδη νιώθω καλύτερα,» μου απάντησε. «Σιγά σιγά, ξεκίνα να μαζεύεις για να φύγουμε.»

«Να φύγουμε;! Πού να πάμε;», του πέταξα απορημένος.

«Δεν κατάλαβες;» με ρώτησε με ύφος πονηρό.

«Συγγνώμη, αλλά το αστείο παρατράβηξε. Σπας την υδρορροή της πολυκατοικίας, σε βάζω στο σπίτι μου, σου δίνω και παυσίπονο, κι εσύ συνεχίζεις να με δουλεύεις;»

«Δε σε δουλεύω καθόλου. Είσαι ο Γιάννης Γεωργόπουλος και μένεις Αριστείδου 32 στον 5ο όροφο, έτσι δεν είναι;»

«Σωστά όλ' αυτά, αλλά το κόλλημά σου ποιό είναι; Εσύ ποιός είσαι στην τελική;» τον ρώτησα απειλητικά γιατί είχα αρχίσει να τα παίρνω.

«Ο Χάρος είμαι και ήρθα να σε πάρω,» μου αποκρίθηκε φυσικότατα, λες και μου έλεγε ότι είναι ο κύριος Νίκος ο διαχειριστής.

«Ααα, εντάξει τότε… Ο ΧΑΡΟΣ;!!!» Τινάχτηκα από την καρέκλα μου και απομακρύνθηκα από το κρεβάτι. Επιτέλους κατάλαβα τι μου θύμιζε. Αποφάσισα να το παίξω ψύχραιμος, μπας και τον τουμπάρω. Ξανακάθισα στην καρέκλα μου. «Αχά, χαίρομαι που σε γνωρίζω, βρε Χαρούλη – δε νομίζω να σε πειράζει το υποκοριστικό;»

«Μπα, ούτως ή άλλως δε θα τα λέμε για πολύ,» με καθησύχασε (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε).

«Είσαι σίγουρα ο Χάρος;» τον ρώτησα, με μια κρυφή ελπίδα ότι όπου να' ναι θα πεταχτεί από μια γωνιά ο Φερεντίνος.

«Ρε Γιάννη, βλέπεις τα μαύρα ρούχα και το άσπρο πρόσωπο;»

«Τα βλέπω.»

«Είναι Απόκριες;»

«Δεν είναι.»

«Άρα…»

«Ok, σιγουρεύτηκα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να ήρθες για μένα. Είμαι σε τρομερά καλή κατάσταση. Ούτε αρρώστιες, ούτε τίποτα,» του εξήγησα, παίρνοντας ένα πειστικό ύφος.

«Sorry αλλά δεν κάνουμε λάθη, απ' όσο μου έχουν πει τουλάχιστον. Ωραίο δωμάτιο πάντως. Ειδικά αυτή η αφίσα από τον Πόλεμο των Άστρων.»

«Ναι, πράγματι. Άσχετα με τι λένε, σαν την πρώτη τριλογία δεν ήταν τίποτα.» Συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά την σοβαρότητα της κατάστασης. «Δε θέλω να φύγω,» του είπα με σιγουριά.

«Έλα ρε φίλε τώρα, ήδη έχω σπάσει κάνα-δυο πλευρά στην υδρορροή, μη μου το κάνεις αυτό πρώτη μέρα στη δουλειά.»

«Τώρα που το έφερε η κουβέντα, τι σκατά έκανες στην υδρορροή;»

«Ε, ήμουν από κάτω, είδα τα φώτα και είπα να κάνω μια είσοδο εντυπωσιακή, να έχει… ξέρεις … κάτι,» εξήγησε χτυπώντας τον αντίχειρα στον μέσο του δεξιού του χεριού. «Μετά άρχισα να σκαρφαλώνω, μια βλαμμένη στον δεύτερο μου πέταξε μια λεκάνη με νερό, ένα παιδάκι στον τρίτο μου πέταξε το ποδήλατο του, και πάνω που έφτασα στον πέμπτο έσπασε η υδρορροή. Έκανα ένα σάλτο αλλά προσγειώθηκα πάνω στα κάγκελα. Με λίγη προσπάθεια τα πέρασα και βρέθηκα στο μπαλκόνι.»

«Τόσο καλά. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί να έρθεις από την υδρορροή. Δεν μπορούσες να χτυπήσεις το κουδούνι;» απόρησα.

«Έκανα ό,τι έλεγαν οι οδηγίες. Κοτζάμ Χάρος, θα σου χτύπαγα το κουδούνι; Μήπως ήθελες και σοκολατάκια;»

«Φίλε, άκουσε με, είναι αργά,»τον έκοψα.

«Ωραία, θες να φύγουμε;» μου πρότεινε.

«Να πάμε πού;»

«Ε, δεν ξέρεις τώρα; Στον άλλο κόσμο, στα θυμαράκια, εν τόπω χλοερώ, να πεθάνεις τέλος πάντων.»

Σιγά σιγά έμπαινε στο μυαλό μου η υποψία ότι μιλούσε σοβαρά. Όσο το συνειδητοποιούσα, τόσο περισσότερο τρόμο ένιωθα. Ήταν απίστευτο αλλά συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στο σπίτι μου. Έπρεπε να ηρεμήσω και να βρω τρόπο να κερδίσω χρόνο. «Δεν σε πιστεύω, Χαρούλη. Αποκλείεται να είσαι ο Χάρος.»

«Ποιόν περίμενες; Τη Βέφα; Ή τον Μαμαλάκη;»

«Ξέρω γω, ρε παιδί μου. Κάτι σου λείπει, κάτι δεν είναι σωστό.»

«Τι λες τώρα; Απ' όλα έχω. Και μαύρη κάπα, και μαύρα ρούχα, και κάτασπρο πρόσωπο και δρεπάνι.»

«Μπράβο, ρε γαμώτο. Κι έψαχνα να βρω πως το λένε.»

«Τώρα τι πρόβλημα έχεις;» με ρώτησε ανυπόμονα.

«Δε μπορώ. Μου ήρθε ξαφνικό. Δώσε μου λίγο χρόνο. Μια μέρα μόνο. Εικοσιτέσσερις ώρες,» τον παρακάλεσα

«Σ' έχω συμπαθήσει, αλλά δεν μπορώ. Εντολές της διεύθυνσης

«Έλα, Χαρούλη. Αφού είσαι μια χαρά παιδί, φαίνεται. Δεν μπορούμε να βρούμε κάποια λύση;»

«Με τίποτα. Τι θες δηλαδή; Να το παίξουμε στο σκάκι;»

«Παίζεις σκάκι;»

«Εννοείται. Από τα αγαπημένα χόμπι της διεύθυνσης. Όλοι οι μαθητευόμενοι το μαθαίνουν, αν ονειρεύονται καριέρα.»

«Κρίμα, ρε γαμώτο. Δεν ξέρω σκάκι. Τι θα 'λεγες για τάβλι;» του αντιπρότεινα, γιατί ήξερα πως το σκάκι δεν ήταν από τα δυνατά μου σημεία. Για την ακρίβεια, τελευταία φορά που είχα κερδίσει στο σκάκι ήταν στην πενταήμερη, όταν έπαιξα με το Χρήστο το ζαβό. Τότε που είχαμε κάψει το σούπερ-μάρκετ του Βερόπουλου («είναι κεφάτη, γυρίζει απ' του Βερόπουλου», μας είπαν, και δε μας άρεσε). «Έλα τώρα.»

«Τάβλι;» μου είπε με ύφος διστακτικό.

«Ναι, τάβλι,» και πριν προλάβει να το ξανασκεφτεί, έβγαλα το τάβλι που φύλαγα κάτω από το κρεβάτι. Το είχαμε για τις δύσκολες μέρες της Δωροθέας. Άνοιξα το κούμπωμα και άρχισα να στήνω τα πούλια.

«Καλά,» είπε συγκαταβατικά ο Χαρούλης.

Μέσα μου, μια ελπίδα άρχισε να γεννιέται.

No comments: